- επιπόδιος
- ἐπιπόδιος, -ον (Α) [πους]αυτός που βρίσκεται πάνω στα πόδια ή ανήκει στα πόδια («ἀγρίας πέδας... ἐπιποδίας [δεσμά]», Σοφ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιποδίας — ἐπιποδίᾱς , ἐπιπόδιος upon the feet fem acc pl ἐπιποδίᾱς , ἐπιπόδιος upon the feet fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)